αποπτωμα

αποπτωμα
    ἀπόπτωμα
    ἀπό-πτωμα
    -ατος τό крушение, неудача Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποπτωμα" в других словарях:

  • απόπτωμα — ἀπόπτωμα, το (AM) [αποπίπτω] πλάνη, παράπτωμα αρχ. ατύχημα, δυστύχημα …   Dictionary of Greek

  • ἀπόπτωμα — unlucky chance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτωμάτων — ἀπόπτωμα unlucky chance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτώμασιν — ἀπόπτωμα unlucky chance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπτώματα — ἀπόπτωμα unlucky chance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»